Αιτίες της καταστροφής του εδάφους από την σκοπιά της κοινωνικής περμακουλτούρας
Οι φυσικοί μηχανισμοί καταστροφής του εδάφους ενισχύονται ή μειώνονται ανάλογα με τις αποφάσεις και τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Γνωρίζουμε ότι ο ρυθμός με τον οποίο καταστρέφουμε το έδαφος μπορεί να φέρει την ανθρωπότητα στην αυτοκτονία και οι κοινωνικοί μηχανισμοί που ενισχύουν την καταστροφή του εδάφους είναι οι πραγματικοί ένοχοι για αυτό. Εφόσον γνωρίζουμε το πως αντιδρά η φύση στις επεμβάσεις τις οποίες κάναμε τα τελευταία χρόνια, χρειάζεται να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεων μας και των επιπτώσεων που έχει ο τρόπος ζωής μας πάνω στο έδαφος.
Διάβρωση λόγω των πολιτικών του κράτους και τους διεθνείς/ευρωπαϊκούς κανονισμούς και χρηματοδοτήσεις
Ο παράγοντας με ίσως τον πιο άμεσο αντίκτυπο στο έδαφος είναι οι κρατικές και Ευρωπαϊκές που ακολουθούνται στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η ξεκάθαρη σύνδεση των εταιριών αγροχημικών προϊόντων με την πολιτική οδήγησε στη προσαρμογή των πολιτικών διαχείρισης της γης ως ένα εργαλείο καταστροφής της και εξάρτησης των αγροτών από τις εταιρείες αυτές (πχ. Bayern). Οι δύο συνιστώσες που προκαλούν την μεγαλύτερη ζημιά στα μεσογειακά οικοσυστήματα είναι η υπερβόσκηση και οι μονοετείς καλλιέργειες.
Χρηματοδότηση υπερβόσκησης
Είναι πλέον αποδεδειγμένα επιστημονικά ότι η υπερβόσκηση, δηλαδή η βόσκηση μιας περιοχής που οδηγεί στη μείωση της βλάστησης και μείωση της βιοποικιλότητας, μία βόσκηση σε ρυθμούς που δεν επιτρέπει την αναγέννηση των φυτών μέχρι να ξανασβοσκηθούν, οδηγεί στην διάβρωση, την απώλεια επιφανειακού χώματος και τέλος την ερημοποίηση των περιοχών αυτών. Αυτή η γνώση δεν είναι καινούργια ωστόσο αγνοείται συστηματικά από τους κρατικούς και διακρατικούς μηχανισμούς που χρηματοδοτούν την κτηνοτροφία σε τέτοιο βαθμό που η υπερβόσκηση είναι αναπόφευκτη.
Ας αναλύσουμε τον μηχανισμό χρηματοδότησης της υπερβόσκησης στην Ελλάδα για να εμβαθύνουμε στο πρόβλημα. Η χρηματοδότηση για την κτηνοτροφία στην Ελλάδα προς το παρόν (μπορεί σύντομα να αλλάξει), γίνεται με χρηματοδότηση κατα κεφαλήν, δηλαδή όσο περισσότερα ζώα έχεις τόσο περισσότερα χρήματα επιδοτείσαι για να τα έχεις. Αυτό άμεσα δημιουργεί μια νοοτροπία κερδοσκοπίας στην απλή κατοχή ζώων προς εκτροφή χωρίς απαραίτητα ο κτηνοτρόφος να τα εκμεταλλεύεται για την παραγωγή γαλακτοκομικών ή κρέατος. Στην ουσία η κατοχή και εκτροφή ζώων γίνεται επικερδής από μόνη της εφόσον κάποιος κατέχει γη για να τα σταβλίσει ή στη χειρότερη να τα έχει ελεύθερα. Με δεδομένο αυτό, η τροφή για τα ζώα είναι το μόνο έξοδο για ένα κτηνοτρόφο. Αυτό οδηγεί σε μία βραχυπρόθεσμη βλέψη για τα ζώα και αδιαφορία για το οικοσύστημα το οποίο βοσκούνε εφόσον οι χρηματοδοτήσεις μπορούν να καλύπτουν το κόστος βιομηχανικά παραγόμενων τροφών μονοετής καλλιέργειας όπως σιτάρι, καλαμπόκι κλπ. Παλαιότερα, οι κτηνοτρόφοι γνωρίζανε ότι αν δεν μεριμνήσουν για τα κομμάτια γης που εκτρέφουν τα ζώα τους, δεν θα έχουν τροφή για τα ζώα στο μέλλον. Τώρα είναι πλήρως αποσυνδεδεμένοι με αυτά και τα βλέπουν ως ένα μεγάλο μαντρί. Τα ζώα σε αυτό το μεγάλο μαντρί θα βοσκήσουν ξανά και ξανά τα ίδια φυτά χωρίς να έχουν άλλη επιλογή και θα οδηγήσουν σιγά σιγά στην ερημοποίηση της περιοχής. Έτσι ο κύκλος της καταστροφής εντείνεται με ολοένα λιγότερη γη που μπορεί να παράξει βλάστηση προς βόσκηση και ολοένα περισσότερα ζώα που τρέφονται από σιτηρά που οδηγούν σε μεγαλύτερη καταστροφή του εδάφους.
Ένας παράγοντας ακόμα που εντείνει την διάβρωση του φαινομένου αυτού είναι ότι παραδοσιακά οι εκτάσεις γης προς βόσκησης βρίσκονται σε ορεινές περιοχές, στα σημεία δηλαδή που είναι πιο κρίσιμη η απορρόφηση του βρόχινου νερού. Η διάβρωση και η μη ικανότητα απορρόφησης της βροχής σε υψηλότερα σημεία μπορεί να οδηγήσει σε πλημμύρες και καταστροφές και σε χαμηλότερο υψόμετρο. Οπότε το φαινόμενο της υπερβόσκησης δεν είναι απλά ένας ακόμα παράγοντας για την διάβρωση του εδάφους για αυτούς που γνωρίζουν την σημασία της κατακράτησης του νερού. Είναι από τους βασικότερους λόγους που χάνουμε τόνους επιφανειακού χώματος με κάθε βροχή και για αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με αλλαγή των πολιτικών που επιδοτούναι αυτόν τον μηχανισμό καταστροφής.
-> Η περμακουλτούρα προτείνει την ολιστική διαχείριση των ζώων με κυκλική ελεγχόμενη βόσκηση σε έναν ρυθμό που η βλάστηση μπορεί να αναγεννηθεί. Τα ζώα μπορούν να λειτουργήσουν αναγεννητικά στο οικοσύστημα. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται περισσότερη παρατήρηση, σύνδεση με τη γη που “καλλιεργείται” και συνεχής και μελετημένη μετακίνηση των ζώων.
Υπερχρηματοδότηση των μονοετών καλλιεργειών
Γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια είναι συχνό φαινόμενο η αποψίλωση δασών και οπωρώνων για την καλλιέργεια μονοετών καλλιεργειών είτε για κτηνοτροφικούς λόγους είτε για την παραγωγή πρωτίστως σιτηρών και δευτερευόντως λαχανικών για τον άνθρωπο. Αυτή η πρακτική, μία ακόμα πρακτική βραχυπρόθεσμης σκέψης, είναι καθοδηγούμενη και επιδοτούμενη από κρατικούς και διακρατικούς μηχανισμούς και εξαρτημένη από τα λιπάσματα και εντομοκτόνα των γνωστών αγροχημικών εταιρειών.
Οι μονοετοίες καλλιέργειες βασίζονται στην εντατική καλλιέργεια φυτών, εντατική από άποψη εισροής ενέργειας. Εισροή θρεπτικών συστατικών, νερού, εργασίας. Απαιτούν, κυρίως τα σιτηρά, το όργωμα του εδάφους και την χρήση λιπασμάτων και εντομοκτώνων. Με δεδομένο ότι τα μονοετή φυτά “ρουφάνε” τα θρεπτικά συστατικά από το έδαφος και οι καρποί τους απομακρύνονται από το έδαφος (δυστυχώς ένα μεγάλο ποσοστό καταλήγει στις χωματερές και κάποιο ποσοστό φτάνει πραγματικά στο πιάτο μας) αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξαφάνιση της ελάχιστης οργανικής ύλης. Όπως θα φαινόταν φυσικό, αυτό θα έκανε τους αγρότες να σταματήσουν αυτό των ειδών καλλιέργειες διότι δεν θα ήταν βιώσιμες για το έδαφος τους άρα ούτε και για εκείνους σε βάθος χρόνου. Ωστόσο οι επιδοτήσεις συγκεκριμένων προϊόντων κάνουν αυτές τις καλλιέργειας “εικονικά” βιώσιμες οικονομικά, εφόσον μπορεί να έχει άμεσα έσοδα.
Οι επιδοτήσεις είναι στοχευμένες στις μονοετείς καλλιέργειες διότι απαιτούνται περισσότερες εισροές, περισσότερα έξοδα, μεγαλύτερη εξάρτηση του αγρότη από τις εταιρείες από ότι στις πολυετής καλλιέργειες. Μία πολυετής καλλιέργεια μπορεί να αποφέρει μεγαλύτερη ή μικρότερη σοδειά ανάλογα με την διαχείριση της σε αντίθεση με μια μονοετή καλλιέργεια που απειλείται εξολοκλήρου από ασθένειες που μπορεί να καταστρέψουν ολοσχερώς την σοδειά ενός χρόνου. Η στροφή προς τις πολυετείς καλλιέργειες, στην καλλιέργεια πολυετών λαχανικών και φρούτων και στην αντίκατάσταση σε κάποιο βαθμό στην διατροφή μας των σιτηρών με λαχανικά φρούτα είναι κλειδί για την αντιμετώπιση της καταστροφής του εδάφους. Οι διατροφικές μας επιλογές επηρεάζουν τον τρόπο καλλιέργειας και αυτός την υγεία του εδάφους, είμαστε συνδεδεμένοι.
-> Στην περμακουλτούρα προτείνονται διαφορετικά συστήματα καλλιέργειας που όλα εμπεριέχουν την καλλιέργεια πολυετών καλλιεργειών. Είτε την ανάπτυξη βρώσιμων δασών με συνδυασμό πολυετών λαχανικών και φρούτων είτε την αγροδασοπονία με την ανάπτυξη πολυετών καλλιεργειών σε συνδυασμό με την καλλιέργεια μονοετών καλλιεργειών (σιτηρών) σε συνεργασία με ζώα.
Δυσκολία μετάβασης σε αναγεννητική καλλιέργεια
Μετά την διάδοση της περμακουλτούρας ανα τον κόσμο πολλοί καλλιεργητές έχουν δοκιμάσει να μεταβούν σε έναν πιο αναγεννητικό τρόπο καλλιέργειας της γης. Πολλοί από αυτούς έχουν παραιτηθεί από αυτή την προσπάθεια όχι διότι είναι μία μέθοδος που δεν αποφέρει ποιοτικούς και νόστιμους καρπούς αλλά επειδή η προσπάθεια τους έπεσε πάνω σε τοίχοι και εμπόδια που τίθενται από νομοθεσίες και την αγορά.
Απαγόρευση βάση νομοθεσιών συγκεκριμένων πρακτικών
Η αναγεννητική καλλιέργεια και η περμακουλτούρα απαιτεί μία ολιστική προσέγγιση του οικοσυστήματος και διαχείριση των πόρων όπως το νερό, το έδαφος, το κομπόστ με διαφορετικό τρόπο από ότι γίνεται σε συμβατικές μονάδες παραγωγής. Θα παρουσιάσω δύο μόνο παραδείγματα από πρακτικές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αναγεννητικότητα του συστήματος μας αλλά απαγορεύονται από την νομοθεσία ή χρειάζεται μεγάλη γραφειοκρατία για την επιτέλεση τους.
Οι χωματουργικές εργασίες μεγάλης κλίμακας όπως η δημιουργία μιας λίμνης ή ενός μικρού φράγματος για πότισμα απαιτεί μία περίπλοκη γραφειοκρατική διαδικασία έτσι ώστε να είναι πλήρως μόνιμη. Η χρήση του νερού έπεται σε αυστηρή νομοθεσία και αυτό που νομικά εύκολα επιτρέπεται είναι είτε να κυλήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται στη θάλασσα είτε να μπει σε πλαστικά μπουκάλια και να πουληθεί. Στην περίπτωση της δημιουργίας της λίμνης οι ανασκαφές περιορίζονται σε συγκεκριμένο βάθος και χωρητικότητα που πέρα από αυτό έγκειται σε υπηρεσίες διαφορετικών τομέων όπως αρχαιολογία (για την εκσκαφή) ,Διεύθυνση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης της εκάστοτε περιοχής (για την χρήση του νερού) και άδεια μικρής κλίμακας από την πολεοδομία. Όταν η χρήση λιπάσματος και εντομοκτόνων που είναι δυνητικά πολλαπλά πιο καταστροφική από μία κακοφτιαγμένη λίμνη γίνεται επιτρεπτή χωρίς κανένα έλεγχο και κανέναν ειδικό για επιτόπια έρευνα.
-> Η χρήση λίμνης και φραγμάτων είναι τεχνικές κατακράτησης του νερού, ποτίσματος και λίπανσης ενός κτήματος που χρησιμοποιούν φυσικούς μηχανισμούς εμπλούτισης του υδροφόρου ορίζοντα, εμπλουτισμού της βιοποικιλότητας και βελτίωσης του μικροκλίματος
Οι κομποστικές/ξηρές τουαλέτες είναι τουαλέτες που μετατρέπουν τα στερεά απορρίμματα του ανθρώπου σε κομπόστ, είναι μία χαμηλού αποτυπώματος τεχνολογία για την δημιουργία κομπόστ με ελάχιστες εισροές. Με την κατάλληλη διαχείριση, το κομποστ αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις πολυετείς καλλιέργειες και να αποτελέσει μία ακόμα αναγεννητική πρακτική για την καλλιέργεια. Ωστόσο η απόθεση ανθρώπινων απορριμάτων σε κάτι διαφορετικό από βόθρο ή κάποια αεροστεγώς κλειστή δεξαμενή απαγορεύεται στην Ελλάδα (και στις περισσότερες δυτικές χώρες). Οπότε τα εγχειρήματα που έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν τέτοιου είδους πρακτικές έχουν έρθει αντιμέτωπες με νομικές κυρώσεις κάποιες φορές.
-> Η χρήση της κομποστικής τουαλέτας ακολουθεί την αρχή της περμακουλτούρας της μη παραγωγής απορριμμάτων. Το “απόρριμμα” γίνεται εισροή για μία άλλη διεργασία του συστήματος.
Αποκλεισμός των καλλιεργητών που χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους από την αγορά
Οι καλλιεργητές που χρησιμοποιούν αναγεννητικές μεθόδους καλλιέργειας και πάνε αρκετά βήματα μπροστά από την βιολογική καλλιέργεια, βρίσκονται σε δυσχερή θέση όσον αφορά την εισχώρηση τους στην αγορά για να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Από την μία, είτε επιθυμούν είτε δεν επιθυμούν την πιστοποίηση των προϊόντων ως βιολογικών, έχουν να αντιμετωπίσουν αρκετά προβλήματα όσον αφορά αυτό το “δίλλημα”. Έχουν να ανταγωνιστούν, λόγω του καπιταλιστικού μοντέλου αγοράς, προϊόντα που χρειάζονται αρκετά λιγότερη εργασία σε σχέση με ένα προϊόν που έχει καλλιεργηθεί με αναγεννητικές μεθόδους και χρησιμοποιούν βιολογικά σκευάσματα και λιπάσματα που προσφέρει μεγαλύτερη παραγωγή αλλά χαμηλότερη ποιότητα προϊόντος. Οι αναγεννητικές μεθόδους καλλιέργειας είναι μέθοδοι που (ακόμα) απαιτούν αρκετά εντατική καλλιέργεια από πλευράς ανθρώπινης εργασίας και το κόστος αυτής της εργασίας δεν μπορεί να καθρεφτιστεί στο κόστος του προϊόντος γιατί θα έκανε την τιμή του απλησίαστη. Ήδη οι καλλιεργητές έχουν θέμα να ανταγωνιστούν τους συμβατικούς καλλιεργητές διότι η τιμή των συμβατικών προϊόντων πολλές φορές είναι εξευτελιστική για το προϊόν. Ένα παράδειγμα της περιοχής που μένω είναι ότι για την πώληση των λεμονιών η τιμή για τον παραγωγό μπορεί να φτάσει μέχρι και 0.10 ευρώ/κιλό, τιμή που δεν μπορεί να καλύψει καν τα έξοδα των μεροκάματων που απαιτούνται για να μαζευτούν. Από την άλλη, οι καλλιεργητές με αναγεννητικές μεθόδους που αρνούνται την πιστοποίηση είτε για οικονομικούς λόγους είτε για ηθικούς λόγους (θα εξηγηθούν παρακάτω), έρχονται αντιμέτωποι με τον ανταγωνισμό με συμβατικούς καλλιεργητές στην πρόσβαση στην αγορά. Ένα προϊόν που μπορεί να έχει θρεπτική αξία τουλάχιστον δεκαπλάσια από ένα άλλο λόγω της ποιότητας του εδάφους που καλλιεργείται μπορεί να πωληθεί ίδια τιμή με ένα προϊόν που καλλιεργείται με καταστροφικές μεθόδους για το οικοσύστημα.
Μεγάλη συζήτηση σε αυτούς τους καλλιεργητές κυμαίνεται γύρω στους οικονομικούς και ηθικούς λόγους επιλογής ή όχι της πιστοποίησης των προϊόντων αναγεννητικής καλλιέργειας. Εδώ να αναφέρουμε ότι σε κάποιες χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο, υπάρχουν συστήματα πιστοποίησης προϊόντων που λειτουργούν peer-to-peer, δηλαδή οι ίδιοι οι καλλιεργητές πιστοποιούν ο ένας τον άλλο και δημιουργούν ένα δίκτυο εμπιστοσύνης ανάμεσα τους. Για παράδειγμα, ψάξε το κίνημα genuino clandestino στην Ιταλία. Γυρίζοντας στο ηθικό δίλημμα της πλειοψηφίας των παραγωγών με αναγεννητικές μεθόδους, υπάρχει ηθική απαξίωση του προϊόντος τους όταν βαπτίζεται βιολογικό από έναν κρατικό ή μη φορέα, όταν οι ίδιοι θεωρούν ότι η βιολογική καλλιέργεια είναι ακόμα κι αυτή καταστρεπτική για το περιβάλλον γιατί δεν αναγγενεί το οικοσύστημα. Πέρα από αυτό το γεγονός, η πιστοποίηση είναι μία επένδυση που κάνει ο καλλιεργητής και απαιτεί συμμόρφωση με συγκεκριμένους κανόνες έτσι ώστε να μπορεί να δει στο μέλλον επιστροφή αυτής της επένδυσης.
Από οικονομικής απόψεως, οι μικροί καλλιεργητές αναγεννητικής καλλιέργειας καταπιέζονται από τη μία με βαριά φορολογία νόμιμης διάθεσης των προϊόντων τους και από την έλλειψη επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων που θα προωθήσουν την έρευνα και την παραγωγή με αναγεννητικές μεθόδους. Παρόλο που γίνεται πολύ φασαρία γύρω από την κλιματική “αλλαγή” και τις “καλές πρακτικές” πολύ λίγα έχουν αλλάξει στους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς της γεωργίας που ακόμα προωθούν την καταστροφή του εδάφους. Πέρα από τα δίκτυα Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Καλλιέργειας ή δίκτυα απευθείας σχέσεων καταναλωτών και καλλιεργητών, οι καλλιεργητές που καλλιεργούν με αναγεννητικές μεθόδους έχουν αρκετές δυσκολίες να διαθέσουν το προϊόντας τους στην αγορά και να βιοποριστούν από αυτό. Σε μία αγορά που ακόμα κυριαρχείτε από προϊόντα συμβατικής καλλιέργειας παρόλο που αναγνωρίζουμε σαν πολίτες και κράτη ότι ο συμβατικός τρόπος καλλιέργειας εντείνει την κλιματική και περιβαλλοντική καταστροφή (επιστημονικά αποδεδειγμένα), ποιοί τρόποι μπορούν να υπάρξουν για να βιοποριστούν αυτοί οι καλλιεργητές που και αναγεννούν το οικοσύστημα και παράγουν ποιοτική τροφή για την υπόλοιπη κοινωνία;
Απουσία εκπαίδευσης και ευθύνης
“Ποιό έδαφος; Το χώμα εννοείς;”. Η διαφορά ανάμεσα στο έδαφος(soil) και στο χώμα(dirt) είναι θεμελιώδης. Το ένα είναι η πηγή όλο της ζωής πάνω στην Γη (πέρα από τους ωκεανούς) ενώ το δεύτερο είναι η ονομασία ενός “νεκρού πράγματος” που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας. Η απαξίωση του εδάφους και η θεμελιώδης διαφορά συμπηκνώνεται στην λέξη dirty, που ετυμολογικά σημαίνει κάτι από/με χώμα, ενώ στο λεξιλόγιο ισοδυναμεί με το βρώμικο. Οι άνθρωποι απομακρυνθήκαμε τόσο από την “μητέρα” μας Γη, που αποκαλούμε αυτό που βρίσκεται κάτω μας βρωμιά. Αυτό οδήγησε στην χρήση του “καθαρού” τσιμέντου για την κάλυψη του εδάφους και την δημιουργία του ανθρώπινου βιομηχανικού πολιτισμού.
Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν ουσιαστική απουσία παιδείας για το τι είναι αυτό που στηρίζει εμάς, τα σπίτια μας και τα φυτά τριγύρω μας. Σχεδόν όλες οι δραστηριότητες του ανθρώπου βασίζονται σε υλικά που βρίσκονται στο έδαφος και μετά από επεξεργασία βρίσκονται στην διάθεση μας. Η σοφία και η γνώση χιλιετιών των προγόνων μας για το έδαφος χάνεται τα τελευταία χρόνια με ραγδαίους ρυθμούς. Τα παιδιά γεννιούνται και μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα που δεν έρχονται σε επαφή με το έδαφος. Αυτή τη απουσία ερεθίσματος είναι βασική απόσυνδεση με την ίδια μας την φύση ως βιολογικά όντα(ζώα). Αυτή τη στιγμή, στα κράτη του παγκόσμιου Βορρά (με το προνόμιο να αποκαλούν τον εαυτό τους ανεπτυγμένα), ο μέσος πολίτης θεωρεί το έδαφος ως νεκρό χώμα προς εκμετάλλευση. Η επίσημη υποχρεωτική εκπαίδευση δεν περιλαμβάνει την επαφή με αυτό, ούτε προβλέπτει την ανακάλυψη αυτού του υπέροχου δικτύου ζωής που στηρίζει την ζωή στο έδαφος.
Η μη-τυπική εκπαίδευση και οι εκπαιδεύσεις Περμακουλτούρας είναι αυτές που προσπαθούν να φέρουν σε επαφή τους ανθρώπους με την πολυπλοκότητα του εδάφους και την “χρησιμότητα” του. Το μότο που όλο και πιο συχνά χρησιμοποιείται είναι υγιές έδαφος, υγιή φυτά, υγιής άνθρωποι. Η σύνδεση των τριών αυτών στοιχείων είναι τόσο απλή, όσο περισσότερο κατανοεί τους μηχανισμούς της φύσης που μας περιβάλλουν. Αν ο άνθρωπος καλλιεργεί και βελτιώνει το έδαφος το οποίο κατοικεί και παράλληλα προστατεύει τα τελευταία “άγρια” φυσικά οικοσυστήματα, τότε παράλληλα βελτιώνει την δικιά του υγεία και την υγεία των επόμενων γενεών. Την γη που χρησιμοποιούμε, δηλαδή το έδαφος και ό,τι υπάρχει πάνω του, το δανειζόμαστε από τις επόμενες γενιές, δεν είναι δικό μας, όπως αναφέρουν κάποιες ιθαγενικές φυλές.
Για αυτό το τόσο σημαντικό στοιχείο της ζωής μας και την υγείας μας, έχουμε θέσει υπεύθυνους τους πλέον ακατάλληλους. Ο άνθρωπος περικλείεται από κατασκευές που απαιτούν παρεμβάσεις στο έδαφος. Οι πλέον αρμόδιοι για αυτές τις κατασκευές είναι διαφορετικοί μηχανικοί που γνωρίζουν την πολυπλοκότητα των συστημάτων που κατασκευάζουν. Ωστόσο δεν γνωρίζουν (τις περισσότερες φορές) το πως λειτουργεί το έδαφος και τι επιπτώσεις έχουν οι κατασκευές αυτές στο έδαφος και εν συνεχεία στο οικοσύστημα. Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουνε ότι με κατάλληλο σχεδιασμό των χωματουργικών εργασιών και της τοποθέτησης των κατασκευών ο άνθρωπος μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στο οικοσύστημα που τον περιβάλλει.